- θαλασσοβαφής
- θαλασσοθαφής, -ές (Α)1. αυτός που έχει βαπτισθεί σε θαλασσινό νερό2. αυτός που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, ο αλιπόρφυρος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. ευ-βαφής πολυ-βαφής].
Dictionary of Greek. 2013.